- διαδήμασιν
- διάδημαbandneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυμφαγωγικός — νυμφαγωγικός, ή, όν (Μ) [νυμφαγωγός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νυμφαγωγία, γαμήλιος («νυμφαγωγικοῑς διαδήμασιν», Στουδ. Θεόδ.) … Dictionary of Greek